πολυπόνως

πολυπόνως
ΜΑ
επίρρ. βλ. πολύπονος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυπόνως — πολύπονος much labouring adverbial πολύπονος much labouring masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύπονος — ον, ΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που καταβάλλει πολύ μόχθο, που εργάζεται σκληρά 2. (για πράγμ.) αυτός που απαιτεί πολύ κόπο για την κατασκευή ή τον χειρισμό του. επίρρ... πολυπόνως ΜΑ με πολύ κόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πόνος (πρβλ. ολιγό πονος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”